προεισάγω

προεισάγω
ΝΑ [εἰσάγω]
εισάγω εκ τών προτέρων
αρχ.
1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.)
2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ πρεσβυτέρου προεισαγάγωμεν», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι πρώτος στη σκηνή θεάτρου («οὐθενὶ γὰρ πώποτε παρῆκεν ἑαυτοῡ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν, ὡς οἰκειουμένων τῶν θεατῶν ταῑς πρώταις ἀκοαῑς», Αριστοτ.)
4. διδάσκω ένα δράμα για πρώτη φορά («ἡ Ἀνδρομέδα ὀγδόῳ ἔτει προεισῆκται», Σχόλ. Αριστοφ.)
5. μέσ. προεισάγομαι
εισάγω εκ τών προτέρων από τους αγρούς στην πόλη για προσωπική μου χρήση («προεσάξαντο σιτία», Ηρόδ.)
6. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προεισηγμένα
μέτρα που εισήχθησαν προηγουμένως («οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγμένα», Ιώσ.)
7. φρ. «ἡ προεισηγμένη σφραγίς» — η προαναφερθείσα σφραγίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεισάγομεν — προεισά̱γομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (doric aeolic) προεισάγομεν , προεισάγω bring in pres ind act 1st pl προεισάγομεν , προεισάγω bring in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγομένων — προεισάγω bring in pres part mp fem gen pl προεισαγομένων , προεισάγω bring in pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγόντων — προεισάγω bring in pres part act masc/neut gen pl προεισαγόντων , προεισάγω bring in pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγει — προεισάγω bring in pres ind mp 2nd sg προεισάγει , προεισάγω bring in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγουσι — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσι , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισάγουσιν — προεισάγω bring in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προεισάγουσιν , προεισάγω bring in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεσάξαντο — προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) προεσά̱ξαντο , προεισάγω bring in aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγωγή — η, ΝΜΑ[προεισάγω] η πριν από το κύριο θέμα εισαγωγή, το προοίμιο, ο πρόλογος («καὶ ἐν ταῑς προεισαγωγαῑς τῶν λογίων», Δίον. Αρεοπ.) …   Dictionary of Greek

  • προεισαγαγών — προεισάγω bring in aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεισαγούσης — προεισάγω bring in pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”